- πρᾳέων
- πρᾱͅέων , πρᾶοςGött. Nachr.masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic)πρᾱͅέω̆ν , πρᾶοςGött. Nachr.masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πραέων — πρᾱέων , πρᾶος Gött. Nachr. masc/neut gen pl (attic epic doric ionic aeolic) πρᾱέω̆ν , πρᾶος Gött. Nachr. masc/neut gen pl (attic) πρᾱέων , πρᾶος Gött. Nachr. neut gen pl (attic epic doric ionic aeolic) πρᾱέω̆ν , πρᾶος Gött. Nachr. neut gen… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαυλίζομαι — ἐπαυλίζομαι (AM) ζω κοντά σε κάποιον («πραέων τοῑς τόποις ἐπαυλίζῃ», Μηναία) αρχ. 1. αυλίζομαι, στρατοπεδεύω («ἐπηυλίσθησαν ἐγγὺς τῶν νεῶν», Δίων Κάσσ.) 2. καταλύω κάπου, περνώ τη νύχτα 3. (για πουλιά) κουρνιάζω, κοιμάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί +… … Dictionary of Greek